ευμεγέθης
Greek Monolingual
-ες (Α εὐμεγέθης, -ες)
αυτός που έχει αξιόλογο, αρκετό μέγεθος, ο μεγάλος, ο μεγαλούτσικος («εὐμεγέθης ἀστράγαλος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ψηλός, εύσωμος («εὐμεγέθης γυνή», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. σπουδαίος, σημαντικός («εὐμεγέθης μαρτυρία», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέγεθος.