ευνουχίζω

Greek Monolingual

και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) ευνούχος
αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)
αρχ.
(μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)
2. (μτφ. για φάρμακο) αφαιρώ τη δραστικότητά του
3. φρ. «εὐνουχίζω ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, εγκρατεύομαι, απέχω από κάτι.