ευρεσιτέχνης

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που έχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο εφευρέτης
2. ο εφευρετικός, ο επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) + τέχνη, πρβλ. ερασιτέχνης].