ευφεγγής
Greek Monolingual
εὐφεγγής, -ές (Α)
1. αυτός που φέγγει καλά, ο λαμπρός, ο φωτεινός («ἡμέρα... εὐφεγγὴς ἰδεῖν», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐφεγγές
η ευφέγγεια
3. φρ. «εὐφεγγέας ποιῶ»
(για τοίχο) ασπρίζω («δύο τοίχους εὐφεγγέας ποιεῖν», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσοφεγγής].