εφέτος

Greek Monolingual

και φέτος (ΑΜ ἐφέτος, Μ και ὀφέτος και (ἐ)φέτο)
κατά το παρόν, το τρέχον έτος, αυτή τη χρονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την αρχ. φράση ἐφ' ἔτος (< ἐπ' ἔτος) με δάσυνση αναλογική προς τα ἐφ' ἡμέραν, ἐφ' ὅσον κ.λπ.].