εφικνούμαι

Greek Monolingual

ἐφικνοῦμαι και ιων. τ. ἐπικνοῦμαι, -έομαι (Α)
1. (για δύο αντίπαλους μαχητές) φθάνω κοντά σε κάποιον, πλησιάζω
2. φθάνω
3. εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω σε κάτι
4. επαρκώ, φθάνω
5. επεκτείνομαι
6. πλησιάζω, προσεγγίζω
7. γίνομαι κάτοχος ενός πράγματος («ἐφικνοῦμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)
8. ανέρχομαι σε κάποιο αξίωμα
9. (με απρμφ.) είμαι ικανός
10. επιτυγχάνω κάποιο σκοπό
11. (για δηλητήριο) προσβάλλω ζωτικό σημείο, είμαι αποτελεσματικός
12. επέρχομαι, φθάνω κάποιον
13. (με αιτ.) αρμόζω σε κάτι
14. φρ. «ἐφικνοῦμαι πληγάς τινα» — πλήττω, κτυπώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκνοῦμαι «φθάνω»].