ο (Α ἐχινόπους)νεοελλ.βοτ. γένος χεδρωπών φυτώναρχ.το φυτό εχινόπους ο ακανθόκλαδος, πιθ. ταυτόσημο με το έχιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχίνος + πους].