εύκοσμος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός
2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔκοσμον
η κοσμιότητα («πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα», Θουκ.)
2. (για πράγματα) ο καλλωπισμένος, ο ομορφοστολισμένος («τοῖχοι γραφῇσιν εὔκοσμοι», Αρετ.)
3. (το αρσ.) εὔκοσμος
επιγρ. τίτλος άρχοντα στην Αθήνα και την Πέργαμο.
επίρρ...
ευκόσμως (ΑΜ εὐκόσμως)
με κοσμιότητα, με ευπρέπεια, με σεμνότητα
μσν.-αρχ.
ευτάκτως, με τάξη, αρμονικά
αρχ.
με χάρη, με καλλωπισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόσμος «τάξη, στολισμός»].