εύχειρ

Greek Monolingual

εὔχειρ, -ος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει εξασκημένο χέρι, επιτήδειος, ικανός
2. δεξιοτέχνης.
επίρρ...
εὐχείρως (Μ)
με ευχέρεια, με δεξιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρ].