εὔχειρ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
εὔχειρος, ὁ, ἡ, quick of hand or ready of hand, handy, dexterous, Pi.O. 9.111; σὺν νόῳ εὔχειρες Hp.Art.33, cf. S.OC472.
German (Pape)
[Seite 1108] ειρος, mit guten, starken od. geübten Händen; ἀνήρ Pind. Ol. 9, 111; ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη Soph. O. C. 473, vom Dädalus; Sp., wie Philostr.
French (Bailly abrégé)
εὔχειρος (ὁ, ἡ)
dont la main est adroite.
Étymologie: εὖ, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔχειρ: εὔχειρος adj. одаренный искусными руками, искусный, опытный (ἀνήρ Pind., Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων ἐξησκημένην καὶ ἐπιτηδείαν τὴν χεῖρα, ἐπιδέξιος, Πινδ. Ο. 9. 169· σὺν νόῳ εὔχ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη, ἐπὶ γλύπτου, Σοφ. Ο. Κ. 472, πρβλ. δαίδαλος ΙΙ, καὶ ἴδε εὐχέρεια Ι. - Ἐπίρρ. -ρως, Ἰω. Τζέτζ. Ἐπιστ. 21.
English (Slater)
εὔχειρ deft of hand τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον of the wrestler Epharmostos (O. 9.111)
Greek Monolingual
εὔχειρ, -ος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει εξασκημένο χέρι, επιτήδειος, ικανός
2. δεξιοτέχνης.
επίρρ...
εὐχείρως (Μ)
με ευχέρεια, με δεξιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρ].
Greek Monotonic
εὔχειρ: -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει γρήγορο ή σβέλτο χέρι, ειδικός, επιδέξιος, δεξιοτέχνης, σε Πίνδ., Σοφ.
Middle Liddell
quick or ready of hand, expert, dexterous, Pind., Soph.