εἰσαμείβω

English (LSJ)

go into, enter, τεῖχος A.Th.558.

Spanish (DGE)

(εἰσᾰμείβω)
atravesar οὐκ ἐάσει ... εἰσαμεῖψαι θηρὸς ... δάκος ... ἔξωθεν εἴσω A.Th.557.

German (Pape)

[Seite 740] hineingehen; πόλιν Aesch. Spt. 540.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. εἰσαμεῖψαι;
entrer ensuite dans, acc..
Étymologie: εἰς, ἀμείβω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσᾰμείβω: входить, проникать (sc. πτόλιν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰμείβω: ἐμβαίνω, εἰσέρχομαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 558.

Greek Monolingual

εἰσαμείβω (Α)
εισέρχομαι.

Greek Monotonic

εἰσᾰμείβω: μέλ. -ψω, μπαίνω μέσα, εισβάλλω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ψω
to go into, enter, Aesch.