εἰωθότως
English (LSJ)
Adv. of εἴωθα (v. ἔθω), in customary wise, S.El.1456, Aristid.Or.51(27).48, etc.; εἰ. ἔλεξεν in his usual manner, Pl.Smp. 218d.
Spanish (DGE)
adv. formado sobre perf. εἴωθα como habitualmente, de la forma acostumbrada πολλὰ χαίρειν μ' εἶπας οὐκ εἰ. S.El.1456, εἰ. ἔλεξεν Pl.Smp.218d, ὁ θεὸς ... εἰ. ἰάσατο Aristid.Or.51.48, ἐν τῷ ἰδίῳ σχηματισμῷ ἐν ᾧπερ εἰ. ἤλεγχεν Numen.23, τυχεῖν ... τὴν δὲ (ἄρκτον) οὐκ εἰ. ἐκθηριωθῆναι sucedió que la osa se enfureció inusitadamente Ael.NA 4.45, τὰς ... ἐκτενεῖς δεήσεις εἰ. ἀνεπέμψαμεν CEph.(431) Ep. en ACO 1.1.7 (p.79.10), εἰ. χειροτονηθείς Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.2 (p.59.31).
German (Pape)
[Seite 748] gewohntermaßen; Soph. El. 1448 Plat. Conv. 218 d.
French (Bailly abrégé)
adv.
selon la coutume ; habituellement.
Étymologie: εἴωθα.
Russian (Dvoretsky)
εἰωθότως: как обычно, по обыкновению Soph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
εἰωθότως: ἐπίρρ. τοῦ εἴωθα, κατὰ τὸν συνήθη τρόπον, Σοφ. Ἠλ. 1456· ἑαυτῷ εἰωθότως, κατὰ τὸν συνήθη αὐτῷ τρόπον, Πλάτ. Συμπ. 218D.
Greek Monotonic
εἰωθότως: επίρρ. του εἴωθα, κατά το συνήθη τρόπο, ως συνήθως, σε Σοφ., Πλάτ.