εὐήρυτος

English (LSJ)

εὐήρυτον, (ἀρύω A) good to draw, ὕδωρ h.Cer.106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à puiser.
Étymologie: εὖ, ἀρύω.

German (Pape)

leicht zu schöpfen, ὕδωρ H.h. Cer. 108.

Russian (Dvoretsky)

εὐήρῠτος: легко вычерпываемый (ὕδωρ HH).

Greek (Liddell-Scott)

εὐήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὁ ῥᾳδίως ἀντλούμενος, ὕδωρ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 106.

Greek Monolingual

εὐήρυτος, -ον (Α)
αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον ὕδωρ», Ομ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήρυτος < αρύω «αντλώ»].

Greek Monotonic

εὐήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

εὐ-ήρῠτος, ον ἀρύω
easy to draw out, Hhymn.