εὐαγέω

English (LSJ)

[ᾰ], (εὐαγής A)
A to be pure, be holy, E. Ba.1008 (lyr.); αὐτὸς δ' εὐαγέοιμι καὶ εὐαγέεσσιν ἅδοιμι Theoc.26.30, cf. Orph.Fr.222; εὐαγέων καὶ εὐαγέεσσι μελοίμην Call.Del.98.
II in Pass., to be purified, IG12(1).677 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 1054] rein, unschuldig sein u. leben, Callim. Del. 98; Theocr. 26, 30.

French (Bailly abrégé)

εὐαγῶ :
être pur ou saint, vivre saintement.
Étymologie: ἐπί, εὐαγής¹.

Russian (Dvoretsky)

εὐαγέω: вести непорочную жизнь, быть безгрешным Eur., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰγέω: εἶμαι εὐαγῆς, ἅγιος, καθαρός, αὐτὸς δ’ εὐαγέοιμι καὶ εὐαγέεσσιν ἅδοιμι Θεόκρ. 26.30· εὐαγέων καὶ αὐαγέεσσι μελοίμην Καλλ. εἰς Δῆλ. 98.

Greek Monotonic

εὐᾰγέω: είμαι αγνός, αμόλυντος, καθαρός, άγιος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

εὐᾰγέω,
to be pure, holy, Theocr. [from εὐᾰγής1]