εὐκληρία

English (LSJ)

ἡ,
A good luck in drawing lots, Lib.Decl.16.30.
2 generally, good fortune, φύσεως D.H.3.14, cf. Ael.N A1.54.

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, das gute Loos, Glück, φύσεως, D. Hal. 3, 14 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon lot, heureux sort.
Étymologie: εὔκληρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκληρία: ἡ, καλὸς κλῆρος, καλὴ τύχη, εὐημερία, εὐτυχία, Διον. Ἁλ. 3. 14, Αἰλ. π. Ζ. 1. 54.

Greek Monolingual

εὐκληρία, ἡ (ΑΜ) εύκληρος
καλή τύχη, ευτυχία, ευημερία («ἐν εὐκληρίᾳ βίου ἀναστρεφόμενος», Ευστ.)
αρχ.
1. καλή κληρονομιά, ευμάρεια, οικονομική άνθηση
2. επιτυχία καλού κλήρου.