ευμάρεια
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
Greek Monolingual
η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) ευμαρής
νεοελλ.
αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία
αρχ.
1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.)
2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα, επιτηδειότητα
3. (για εσωτερική κατάσταση) καλή κατάσταση, άνεση, ανάπαυση, ανακούφιση («εὐμαρείᾳ χρώμενος πολλῇ», Σοφ.)
4. φρ. α) «εὐμαρείῃ χρᾶσθαι»
(κατ' ευφ.) το να αφοδεύει, να αποπατεί κανείς (Ηρόδ.)
β) «εὐμάρειαν παρασκεύαζειν» — το να παρασκευάζει κανείς εύκολα ή με πρόχειρα μέσα (Πλάτ.)
γ) «εὐμάρειά ἐστι» — είναι εύκολο να...
δ) «δι' ευμαρείας» — εύκολα (Λουκιαν.)
ε) «μετὰ πάσης εὐμαρείας» — με κάθε ευκολία
στ) «κατὰ πολλὴν εὐμάρειαν» — με πολλή ευκολία, με αφθονία
5. αφθονία («εὐμάρεια τούτου», Σοφ.).