εὐλογοφανής

English (LSJ)

εὐλογοφανές, seeming probable, Doxop.in Rh.2.316 W., Sch. S.OC761.

German (Pape)

[Seite 1079] ές, wahrscheinlich erscheinend, Schol. Soph. O. C. 761 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλογοφανής: -ές, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον εὔλογος, Ρήτορες (Walz) τ. 2. σ. 316. Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 171. 17.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐλογοφανής, -ές)
ο επιφανειακά γνήσιος ή ειλικρινής, ο αληθοφανής.
επίρρ...
ευλογοφανώςεὐλογοφανῶς)
με αληθοφανή, με ευλογοφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύλογος + -φανής (< φαίνω), πρβλ. αφανής, εμφανής].