εὐμενίζομαι

English (LSJ)

propitiate, ἥρωας X.Cyr.3.3.22, cf. Ael.NA7.44; τινα διά τινος App.BC4.54.

French (Bailly abrégé)

impf. εὐμενιζόμην;
se rendre favorable, se concilier.
Étymologie: εὐμενής.

Russian (Dvoretsky)

εὐμενίζομαι: склонять на свою сторону, умилостивлять (θεοὺς θυσίαις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμενίζομαι: Μέσ., ἐξιλεῶ, ἥρωας Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22.

Greek Monolingual

εὐμενίζομαι (Α) (Μ εὐμενίζω) εὐμενής
1. εξευμενίζω, εξιλεώνω, καταπραΰνω (α. «εὐμενίζειν βουλόμενος τὸν πατέρα», Στουδ. Θεόδ.
β. «θεοὺς καὶ ἥρωας εὐμενίζετο», Ξεν.)
2. παθ. εὐμενίζομαι
εξευμενίζομαι.

Greek Monotonic

εὐμενίζομαι: (εὐμενής), Μέσ., εξευμενίζω, ἥρωας, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐμενίζομαι, εὐμενής
Mid. to propitiate, ἥρωας Xen.