склонять на свою сторону
From LSJ
ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν → if a lionskin doesn't do the trick, put on the fox | if force doesn't work, try cunning | where the lion's skin will not reach, it must be patched out with the fox's
Russian > Greek
ἱλάσκομαι, προσλαμβάνω, ἀνακτάομαι, ἐξομιλέω, προμαλάσσω, προμαλάττω, ἰδιοποιέομαι, ἐπιγνάμπτω, καθομιλέω, εὐμενίζομαι, κατεργάζομαι, προσκτάομαι, ἀναλαμβάνω, ὑποικουρέω, μνηστεύω