εὐνήτωρ
English (LSJ)
Dor. εὐνάτωρ, ορος, ὁ, = εὐνητήρ, A.Supp.665 (lyr.), E.Ion912 (lyr.), HF27,97.
German (Pape)
[Seite 1083] ορος, ὁ, = εὐνάτωρ, Eur. Herc. F. 27. 97.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
εὐνήτωρ: Δωρ. εὐνάτωρ, ορος, ὁ, = εὐνητήρ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 665, Εὐρ. Ἴων 912, Ἡρ. Μαιν. 27, 97.
Greek Monolingual
εὐνήτωρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) ευνώ
ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος.
Greek Monotonic
εὐνήτωρ: Δωρ. -άτωρ, -ορος, ὁ, = εὐνητήρ, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
= εὐνητήρ, Aesch., Eur.]