εὐοδμία

English (LSJ)

εὔοδμος, v. εὐοσμία, εὔοσμος.

German (Pape)

[Seite 1084] ἡ, Wohlgeruch, Antipho Poll. 2, 75. Vgl. εὐοσμία.

Russian (Dvoretsky)

εὐοδμία:v.l. = εὐοσμία.

Greek (Liddell-Scott)

εὐοδμία: εὔοδμος, ἴδε εὐοσμία, εὔοσμος.

Greek Monolingual

εὐοδμία, ἡ (Α) εύοδμος
ευοσμία.