ευοσμία

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐοσμία και εὐωσμία, Α και εὐοδμία) εύοσμος
καλή οσμή, ευωδία, άρωμα.