ευοσμία

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐοσμία και εὐωσμία, Α και εὐοδμία) εύοσμος
καλή οσμή, ευωδία, άρωμα.