εὐοσμία
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ἡ, fragrance, perfume, S.Fr.370 (pl.), Thphr. CP 6.14.4:—but εὐοδμία, Id.Od.51, Antipho Soph. 8; this form is stated to be poet., Ion., and Aeol. by Poll.2.75.
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, Wohlgeruch, Soph. frg. 340; Theophr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne odeur.
Étymologie: εὔοσμος.
Russian (Dvoretsky)
εὐοσμία: или εὐοδμία ἡ благоухание, аромат Soph.
Greek (Liddell-Scott)
εὐοσμία: ἡ, εὐωδία, Σοφ. Ἀποσπ. 340, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 4· ἀλλ’ εὐοδμία ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 51· πρβλ. Πολυδ. Β΄, 75. 76.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐοσμία και εὐωσμία, Α και εὐοδμία) εύοσμος
καλή οσμή, ευωδία, άρωμα.