εὔνυμφος

English (LSJ)

εὔνυμφον, of a fair bride, λέχος Cat.Cod.Astr.2.175.

Greek Monolingual

εὔνυμφος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» — κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη.