ζυγομαχώ

Greek Monolingual

ζυγομαχῶ, -έω (Α)
1. (για άλογα) παλεύω, αγωνίζομαι προς τον ομόζυγό μου
2. γεν. φιλονικώ, ερίζω, αγωνίζομαι υπέρ ή εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -μαχώ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονομαχώ, ναυμαχώ].