ζωμάρυστρον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, = ζωμήρυσις, Sch.Ar.Ach.244 (v.l. ζωμάρυστρος, ἡ); spelt ζώμ-ιστρον, POxy.1289.3 (v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1143] τό, Schol. Ar. Ach. 244, Erkl. von ἐτνήρυσις. Bei Byz. auch ζωμήρυστρον.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμάρυστρον: τό, = ζωμήρυσις, Σχόλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 244.

Greek Monolingual

ζωμάρυοτρον, τὸ και διάφ. ανόγν. ζωμάρυστρος, ἡ (Α)
η ζωμήρυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + -άρυστρον (< αρύω «αντλώ υγρό»), πρβλ. απάρυστρον].