ζόρικος

Greek Monolingual

-η, -ο ζόρι
1. κουραστικός, δύσκολος («τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα»)
2. (για πρόσ.) δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος, ατίθασος («ζόρικο παιδί»).
επίρρ...
ζόρικα
με πολύ ζόρι, με δυσκολία.