ζύγιασμα

Greek Monolingual

το (Μ ζύγιασμα) ζυγιάζω
1. ζύγισμα, στάθμιση
2. μτφ. δίκαιη κρίση, απόφαση («Δικαιοσύνη,... το ξέρω από πρωτύτερα το ζύγιασμά σου», Παλαμ.)
3. μτφ. (ιδίως για αρπακτικά πτηνά) η αιώρηση στον αέρα, χωρίς κίνηση τών φτερών
4. μτφ. (ιδίως για πτηνά) προσπάθεια ισορροπίας.