ζύγισμα

Greek Monolingual

και ζύγιασμα, το (Μ ζύγιασμα) ζυγίζω
1. ζύγιση, στάθμιση, εύρεση του βάρους ενός σώματος και ο καθορισμός του σε σταθμά
2. ευθυγράμμιση
3. εκτίμηση και υπολογισμός τών συνεπειών μιας ενέργειας
4. (για πτηνά) αιώρηση, ζύγιασμα στο διάστημα, προσπάθεια ισορροπίας.