ευθυγράμμιση
From LSJ
Greek Monolingual
και ευθυγράμμηση, η ευθυγραμμίζω
1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» — η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή)
2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία
3. (ραδιοηλ.) ο συντονισμός ενός κυκλώματος έτσι ώστε η ιδιοσυχνότητά του να συμπέσει με τη συχνότητα ταλαντώσεων του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου μέσα στο οποίο βρίσκεται το κύκλωμα
4. φρ. «ευθυγράμμιση πρόσθιου συστήματος αυτοκινήτου» — η διαδικασία με την οποία ρυθμίζονται όλα τα μέρη του συστήματος τών πρόσθιων τροχών ενός αυτοκινήτου έτσι ώστε να εξουδετερώνεται ο ελκυσμός προς τα αριστερά ή δεξιά.