ζῳοφάγος

English (LSJ)

ον, carnivorous, opp. καρποφάγος, Arist. Pol. 1256a25, cf. PA 696b29.

German (Pape)

[Seite 1144] Tiere, Fleisch fressend, Gegensatz καρποφάγος, Arist. pol. 1, 8.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳοφάγος -ον [ζῷον, φαγεῖν] vleesetend.

Russian (Dvoretsky)

ζῳοφάγος: (ᾰ) питающийся мясом животных, плотоядный (τὰ μὲν ζῳοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα, sc. θηρία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοφάγος: ᾰ, ον, ὁ τρώγων ζωϊκὴν τροφήν, σαρκοφάγος, ἀντίθ. καρποφάγος (χορτοφάγος), Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 5, Ζ. Μ. 4. 13, 21.

Greek Monolingual

-ο (Α ζῳοφάγος, -ον)
αυτός που τρώει κρέατα ζώων, ο σαρκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον, αόρ. του εσθίω].