ηδύποτο
Greek Monolingual
το (Α ἡδύποτος, -ον)
αυτός που πίνεται ευχάριστα, γλυκός στη γεύση («ἡδύποτος οἶνος», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηδύποτο
οινοπνευματώδες ποτό που περιέχει οινόπνευμα με χυμό καρπών και ζάχαρη, το λικέρ
αρχ.
η ηδυπότις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότος (< πίνω) πρβλ. α-κατά-ποτος, ολιγό-ποτος].