ηθογραφώ

Greek Monolingual

(AM ἠθογραφῶ, -έω) ηθογράφος
ασχολούμαι με την ηθογραφία, περιγράφω, απεικονίζω με τον γραπτό λόγο ήθη, χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων
αρχ.
απεικονίζω σε ζωγραφικό πίνακα το ήθος, τον χαρακτήρα ή την έκφραση κάποιου.