ἠλακατήν, -ῆνος, ὁ (Α)συν. στον πληθ. τεράστιο ψάρι, θαλάσσιο κήτος, πιθ. του είδους τών θύννων, κατάλληλο για ταρίχευση.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ηλακάτη].