ηλιοθαλπής
Greek Monolingual
ἡλιοθαλπής, -ές (Α)
αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο- + -θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσθαλπής, πυριθαλπής].
ἡλιοθαλπής, -ές (Α)
αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο- + -θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσθαλπής, πυριθαλπής].