πυριθαλπής
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
πυριθαλπές, heated in the fire, A.R.4.926, Nic.Th.40, AP7.742 (Apollonid., s.v.l., prob. περι-).
German (Pape)
[Seite 822] ές, am od. im Feuer erwärmt; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 926; Nic. Th. 40; ὄχημα, Apollonds. 4 (VII, 742); ὕδωρ, Ep. ad. 472 (IX, 632).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chauffé au feu.
Étymologie: πῦρ, θάλπω.
Russian (Dvoretsky)
πῠρῐθαλπής: нагретый на огне (ὕδωρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐθαλπής: -ές, ὁ τῷ πυρὶ θαλπόμενος, θερμαινόμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 926, Νικ. Θηρ. 40, Ἀνθ. Π. 7. 742, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που θερμαίνεται στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. ηλιοθαλπής].
Greek Monotonic
πῠρῐθαλπής: -ές (θάλπω), αυτός που θερμαίνεται μέσα στη φωτιά, σε Ανθ.