ηλιόχαρος

Greek Monolingual

και λιόχαρος, -η, -ο
(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται επειδή καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη ακρογιαλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρος (< χαρά), πρβλ. περίχαρος, πολεμόχαρος].