ηλοποιός
Greek Monolingual
ἡλοποιός, -ὸν (Α)
κατασκευαστής καρφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -ποιος (< ποιώ),πρβλ. ηθοποιός, νομισματοποιός.
ἡλοποιός, -ὸν (Α)
κατασκευαστής καρφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -ποιος (< ποιώ),πρβλ. ηθοποιός, νομισματοποιός.