ἡλῶ, -όω (AM) ήλοςκαρφώνω κάτι, τοποθετώ κάτι στερεά με καρφιά («χεῖράς τε καὶ πόδας ἡλούμενον»)αρχ.1. οξύνω, ακονίζω2. παθ. ἡλοῦμαιαποκτώ κάλους.