ηλώ

Greek Monolingual

ἡλῶ, -όω (AM) ήλος
καρφώνω κάτι, τοποθετώ κάτι στερεά με καρφιά («χεῖράς τε καὶ πόδας ἡλούμενον»)
αρχ.
1. οξύνω, ακονίζω
2. παθ. ἡλοῦμαι
αποκτώ κάλους.