Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ημάτιος
Greek Monolingual
ἠμάτιος, -ίη, -ον (Α) (ποιητ. τ. του ημερήσιος) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που γίνεται κάθεμέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ.<ήμαρ, -τος «μέρα»].