ημίθεος

Greek Monolingual

ο (Α ἡμίθεος και αιολ. τ. αἰμίθεος και δωρ. ἁμίθεος)
νεοελλ.
μτφ. ανδρείος, ένδοξος, διάσημος άνδρας κατά τον νου ή τα έργα
αρχ.
1. ήρωας του οποίου ο ένας από τους δύο γονείς ήταν θεός
2. πυθαγόρεια ονομασία του αριθμού πέντε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + θεός.