ημίκοσμος

Greek Monolingual

ο
ο κόσμος τών ελευθέριων γυναικών, η κοινωνική μερίδα τών γυναικών με ύποπτη ηθική, ο υπόκοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. demi monde. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].