ἡμιγενής, -ές (Α)1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γενής (< γένος), πρβλ. αγενής, ομογενής].