ἡμιγύναιξ, ό, ἡ (Α)αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γυναιξ (< γυνή), πρβλ. αγύναιξ, πολυγύναιξ].