ἡμιγύναιξ

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιγύναιξ Medium diacritics: ἡμιγύναιξ Low diacritics: ημιγύναιξ Capitals: ΗΜΙΓΥΝΑΙΞ
Transliteration A: hēmigýnaix Transliteration B: hēmigynaix Transliteration C: imigynaiks Beta Code: h(migu/naic

English (LSJ)

[ῠ], αικος, ὁ, ἡ, half-woman, Simon.179.9, Suid. s.v. ἄρρεν:—also ἡμιγύναιος [ῠ], ον<, Id. s.v. Πολύευκτος.

German (Pape)

[Seite 1167] ἡμιγύναικα im acc., Simonid. 106 (VI, 217), Halbweib, = ἡμίανδρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμῐγύναιξ: -αικος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ γυνή, Σιμων. (;) 191, καὶ αἰτ., δείσας ἡμιγύναικα θεῆς λάτριν· ― ὡσαύτως, ἡμιγύναιος, ον, Σουΐδ.· ἡμίγυνος, ον, Συνέσ. 184D.

Greek Monolingual

ἡμιγύναιξ, ό, ἡ (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γυναιξ (< γυνή), πρβλ. αγύναιξ, πολυγύναιξ].