ἡμιπόδιον, τὸ (Α)(ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακροπόδιον, υποπόδιον.ἡμιπόδιον, τὸ (Α)το μισό πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός)].