ημιόκλαση

Greek Monolingual

η
(γυμναστ.) κάμψη τών γονάτων από την ακροστασία, ώσπου να σχηματιστεί ορθή γωνία από τον μηρό και την κνήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όκλαση (< οκλάζω «κάθομαι στα γόνατα, κάμπτω τα γόνατα»].