ακροστασία

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

η (Γυμναστ.)
στάση, κατά την οποία το σώμα ανυψώνεται με αργό ρυθμό στηριζόμενο στα δάχτυλα τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + στάσις < ίστημι «στέκομαι»].