ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.)2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη»ἡμιονίς, κοπριά ημιόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα -ειος (πρβλ. κύκνειος, χελιδόνειος)].