χελιδόνειος
From LSJ
English (LSJ)
χελιδόνειον, v. χελιδόνιος.
German (Pape)
[Seite 1348] der Schwalbe gehörig, ähnlich, σῦκα Ath. III, 75 d aus Epigenes, vgl. χελιδόνιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χελιδόνιος.
Greek Monotonic
χελῑδόνειος: -ον, βλ. χελιδόνιος.
Russian (Dvoretsky)
χελῑδόνειος: Luc. = χελιδόνιος.
Middle Liddell
χελῑδόνειος, ον, [v. χελιδόνιος.]